λουκούμων

λουκούμων
ο
(στην αρχαϊκή εποχή)
1. ανώτατος άρχοντας μιας ετρουσκικής πόλης
2. αρχηγός της ετρουσκικής ομοσπονδίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. lucumo, -onis «βασιλιάς»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”